- κουρώ
- 1. καθαρίζω, παστρεύω2. (για τον ελαιόκαρπο) καθαρίζω τις ελιές από τα κλαδιά, τα φύλλα και το χώμα κυλώντας τις σε επίπεδη επιφάνεια ή σε ειδικό σανίδωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. curo «φροντίζω, επιμελούμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούρω — κόρος 2 boy masc nom/voc/acc dual (epic ionic) κόρος 2 boy masc gen sg (epic doric ionic aeolic) κοῦρος boy masc nom/voc/acc dual κοῦρος boy masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρῳ — κόρος 2 boy masc dat sg (epic ionic) κοῦρος boy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρωι — κούρῳ , κόρος 2 boy masc dat sg (epic ionic) κούρῳ , κοῦρος boy masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρημα — το [κουρώ (Ι)] το καθάρισμα τών καρπών τής ελιάς από τα φύλλα και τα κοτσάνια, που επιτυγχάνεται με κύλισμα τών καρπών πάνω σε επικλινές σανίδωμα … Dictionary of Greek